αδηφάγος

αδηφάγος
-α, -ο
φαγάς, αχόρταγος, άπληστος: Έριχνε αδηφάγα βλέμματα στο στρωμένο τραπέζι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἁδηφάγος — ἀδηφάγος , ἀδηφάγος gluttonous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηφάγος — gluttonous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδηφάγος — Ονομασία γένους σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Ζουν στη Σιβηρία, στον Καναδά, στην Αλάσκα και στην Αρκτική περιοχή. Παλαιότερα ζούσαν και σε νοτιότερες περιοχές της Ευρώπης, σήμερα όμως ελάχιστα υπάρχουν στη Σκανδιναβική… …   Dictionary of Greek

  • ἀδηφαγώτατον — ἀδηφάγος gluttonous masc acc superl sg ἀδηφάγος gluttonous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηφάγον — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem acc sg ἀδηφάγος gluttonous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηφάγω — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηφάγα — ἀδηφάγος gluttonous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηφάγοι — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηφάγοις — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηφάγου — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”